- καλαμητομία
- κᾰλᾰμη-τομία, [dialect] Ep. [suff] κᾰλᾰμη-ίη, ἡ,A cutting of stalks, reaping, AP6.36 (Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλαμητομία — και καλαμητομίη, ἡ (Α) [καλαμητόμος] το κόψιμο τών καλαμιών τού σταριού, θερισμός … Dictionary of Greek
καλαμητομίης — καλαμητομία cutting of stalks fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)